παραποτάμιος

παραποτάμιος
-α, -ο / παραποτάμιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στις όχθες ποταμού («ζῷον παραποτάμιον, οὐ ποτάμιον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραποτάμια
φυτά που αναπτύσσονται κοντά στις όχθες ποταμών
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Παραποτάμιοι
ονομασία πόλης στη Φωκίδα, δίπλα στον Κηφισό («Ἐλάτειαν καὶ Ὑάμπολιν και Παραποταμίους καὶ Ἄβας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ποταμός + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Παραποτάμιος — beside masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποτάμιος — beside masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποτάμιος — α, ο ο πλάι, κοντά στον ποταμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παραποταμίων — Παραποτάμιος beside fem gen pl Παραποτάμιος beside masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποταμίων — παραποτάμιος beside fem gen pl παραποτάμιος beside masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραποτάμιον — Παραποτάμιος beside masc acc sg Παραποτάμιος beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποτάμιον — παραποτάμιος beside masc acc sg παραποτάμιος beside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραποταμίαις — Παραποτάμιος beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραποταμίαις — παραποτάμιος beside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παραποταμίην — Παραποτάμιος beside fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”